- μυλοκόπος
- -ο (Α μυλοκόπος, -ον)αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρεςαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόποςτο ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].
Dictionary of Greek. 2013.