μυλοκόπος

μυλοκόπος
-ο (Α μυλοκόπος, -ον)
αυτός που κόβει, που κατεργάζεται τους μυλίτες λίθους, τις μυλόπετρες
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ μυλοκόπος
το ψάρι μύλλος, το μυλοκόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη / μύλος + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μυλοκόποι — μυλοκόπος millstone worker masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • μυλοκόπι — (umbrina cirrosa). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των σκιαινιδών. Διακρίνεται από τους άλλους σκιαινίδες από έναν θύσανο κοντό αλλά χοντρό, που φέρει κάτω από τη γνάθο. Το μ. μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 70 εκ. και σε βάρος τα 15 κιλά· το στόμα… …   Dictionary of Greek

  • μυλοκόπον — μυλοκόπον, τὸ (Α) σφυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυλοκόπος «το ψάρι μύλλος», με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • μύλη — η (ΑΜ μύλη) 1. χειρόμυλος 2. το στρογγυλό οστό τής επιγονατίδας 3. σαρκώδης όγκος τής μήτρας, ο οποίος παρατηρείται κατά την κύηση και που σήμερα ορίζεται ως προϊόν εκφύλισης τών τροφοβλαστικών λαχνών τού πλακούντα, οι οποίες μετασχηματίζονται σε …   Dictionary of Greek

  • μυλοκόπον — acisculus neut nom/voc/acc sg μυλοκόπος millstone worker masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”